- ἐποστρακίζω
- ἐπ-οστρακίζω, mit Scherben flach über das Wasser hinwerfen, so daß sie oft aufprallen u. über die Wasserfläche weiter hüpfen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐποστρακίζειν — ἐποστρακίζω send potsherds skimming over the water pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοστρακίζομαι — (Α ἐποστρακίζω) νεοελλ. (για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνση αρχ. ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια τής θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)] … Dictionary of Greek
εποστράκισμα — το [εποστρακίζω] εποστρακισμός … Dictionary of Greek
εποστρακισμός — ο (Α ἐποστρακισμός) [εποστρακίζω] νεοελλ. η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια αρχ. το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση … Dictionary of Greek
εποστρακιστικός — ή, ό [εποστρακίζω] αυτός που γίνεται ή εκτελείται με εποστρακισμό («εποστρακιστική βολή») … Dictionary of Greek